κουβερνάριος

κουβερνάριος
κουβερνάριος, ὁ (M)
κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουβέρνο «διακυβέρνηση» (< ιταλ. ή βεν. governo) + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. δρουγγ-άριος, σπαθ-άριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”